- ρασοφορώ
- (ε) αμετ. быть священником
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ρασοφορώ — έω, Ν φορώ ράσο, είμαι ρασοφόρος, κληρικός ή μοναχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρασοφόρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντοπούλου] … Dictionary of Greek